Νικόλαος Πλαστήρας: «Η Ελλάδα πεινάει κι εμένα θα μου βάλετε τηλέφωνο;»
Νικόλαος Πλαστήρας: «Η Ελλάδα πεινάει κι εμένα θα μου βάλετε τηλέφωνο;»
Το παράδειγμα ενός Ελληνα πρωθυπουργού που πέθανε πάμφτωχος σε σύγκριση με τους τελευταίους πολιτικούς..
Ο Πλαστήρας ήταν άρρωστος –έπασχε από φυματίωση – κι έμενε σ’ ένα μικρό σπιτάκι στο Μετς, κοντά στο Παναθηναϊκό Στάδιο.
Του πρότειναν να του βάλουν ένα τηλέφωνο δίπλα στο κρεβάτι αλλ’ αυτός αρνήθηκε λέγοντας: «Μα τι λέτε;
Η Ελλάδα πένεται κι εμένα θα μου βάλετε τηλέφωνο;». Πολλές φορές με τρόπο έστελνε και αγόραζαν ψωμί, ελιές και λίγη φέτα… Τότε οι γύρω του, του υπενθύμιζαν ότι είχε ανάγκη καλύτερου φαγητού λόγω της αρρώστιας κι εκείνος με απλότητα τους απαντούσε: «Τι κάνω… σκάβω για να καλοτρώγω;».
Ο Πλαστήρας έφιππος.
Ο Δημήτρης Λαμπράκης «δώρισε» κάποια στιγμή στον Πλαστήρα ένα ωραίο χρυσό στυλό κι αφού ο στρατηγός κάλεσε τον φίλο του Ανδρέα του λέει: – Εγώ δεν βάζω χρυσές υπογραφές. Μου φτάνει το στυλουδάκι μου. Να το στείλεις πίσω. – Μα θα προσβληθεί… – Δεν πειράζει… Ας μου κόψει το νερό από το κτήμα. Δεν θέλω δώρα Ανδρέα. Γιατί τα δώρα φέρνουν και αντίδωρα!
Το 1952, πρωθυπουργός ο Πλαστήρας, ήταν κατάκοιτος από την αρρώστια που τον βασάνιζε, όταν μία μέρα δέχθηκε την επίσκεψη της Βασίλισσας Φρειδερίκης.
Μπαίνοντας εκείνη στο λιτό ενοικιαζόμενο διαμέρισμά του, εξεπλάγη όταν είδε τον πρωθυπουργό να χρησιμοποιεί ράντζο για τον ύπνο του, και τον ρώτησε με οικειότητα: «Νίκο, γιατί το κάνεις αυτό;» και η απάντηση ήρθε αφοπλιστική. «Συνήθισα, Μεγαλειοτάτη, το ράντζο από το στρατό και δεν μπορώ να το αποχωριστώ…».
Ο Πλαστήρας (δεξιά) μαζί με το Γονατά (κέντρο) και τον Παπανδρέου (πίσω αριστερά) σε επίσκεψη στη Μουσουνίτσα (φθινόπωρο 1922).
Ο στρατηγός Νικόλαος Σαμψών, φίλος του Πλαστήρα, σε επιστολή του περιγράφει, το παρακάτω: «Όταν πέθανε ο Πλαστήρας δεν άφησε πίσω του σπίτι, ακίνητα ή καταθέσεις σε τράπεζες.
Η κληρονομιά που άφησε στην ορφανή προσφυγοπούλα ψυχοκόρη του, ήταν 216 δρχ., ένα δεκαδόλλαρο και μια λακωνική προφορική διαθήκη: «Όλα για την Ελλάδα!».