
Οι γυναίκες της Πίνδου και η μεγάλη προσφορά τους στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο
Αφηγήσεις στρατιωτικών, δημοσιογράφων, Ερυθροσταυριτισσών και άλλων για τη μεγάλη βοήθεια των γυναικών της Πίνδου στους Έλληνες που μάχονταν τους Ιταλούς στα κακοτράχαλα βουνά της Ηπείρου

Η συμβολή των Ελληνίδων στην εποποιία του 1940
Όταν ξέσπασε ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος, στις 28 Οκτωβρίου 1940, οι Ελληνίδες της εποχής έσπευσαν να βοηθήσουν, η καθεμιά με τον τρόπο τους. Γυναίκες της «καλής κοινωνίας» και αστές, που δεν γνώριζαν από δουλειά και στερήσεις, αγρότισσες, σαφώς πιο σκληραγωγημένες, που προσπαθούσαν να κρατήσουν ζωντανή την αγροτική παραγωγή αλλά πάνω απ’ όλα οι γυναίκες της Πίνδου. Η περιγραφή της Μαρίνας Πετράκη είναι ακριβής: «Σκληρή, αγέλαστη, μαυροφορεμένη, με τα γουρ(ου)νοτσάρουχ και τα σεγκούνια της (σύμφωνα με το ΧΡΗΣΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ, της Ακαδημίας Αθηνών, σιγκούνι & σεγκούνι: μάλλινο, κυρίως γυναικείο, πανωφόρι της παραδοσιακής αγροτικής φορεσιάς < μεσν. σεγκούνι, σεγκούνα < αλβ. shegun) , η γυναίκα της Πίνδου παραστάθηκε σε όλο τον αγώνα. Αυθόρμητα, αυτόβουλα, χωρίς προσδοκία αναγνώρισης ή ανταμοιβής, αναπλήρωσε στα κακοτράχαλα βουνά της Πίνδου την κρατική μηχανή και μέριμνα… Όταν άρχισαν οι επιχειρήσεις, η έγνοια τους για τον αποκλεισμένο από τα χιόνια στρατό που μαχόταν χωρίς πολεμοφόδια όπλιζε με απαράμιλλο θάρρος τις ανήσυχες καρδιές των κατοίκων της Πίνδου που είχαν μείνει πίσω να «φυλάγουν τα έρμα». Μήτε το χιόνι μήτε ο εχθρός που πλησίαζε μπόρεσαν να σταματήσουν «τις λιτανείες των φτυαριών και κασμάδων». Μια ασυγκράτητη ορμή και ένας παράξενος ενθουσιασμός χαρακτήριζαν αυτό το παιδογυναικομάζωμα».

Μόλις στα τέλη Νοεμβρίου από τις εφημερίδες η ενημέρωση για τις «γυναίκες της Πίνδου»
Πέρασε σχεδόν ένας μήνας από την έναρξη του πολέμου για να υπάρξει ενημέρωση από εφημερίδα για τη δράση των γυναικών της Πίνδου! Στις 27/11/1940 άρθρο του δημοσιογράφου Μάνου Καρέλα, απεσταλμένου της εφημερίδας «Ασύρματος» στο μέτωπο έχει τίτλο: «Η εποποιία των γυναικών της Ηπείρου – Σε απρόσιτα βουνά μετέφεραν τα κανόνια». Μία από τις πρώτες ηρωικές πράξεις του πολέμου ήταν η δράση του θρυλικού «Αποσπάσματος Δαβάκη» στην Πίνδο, απέναντι στις άρτια εξοπλισμένες και εκπαιδευμένες ιταλικές μεραρχίες αλπινιστών. Περίπου 2.000 στρατιώτες, κουρασμένοι και παγωμένοι απάρτιζαν το «Απόσπασμα Πίνδου». Υπήρχαν επίσης σοβαρές ελλείψεις σε είδη ιματισμού, υπόδησης, κλινοσκεπασμάτων και πυρομαχικών. Ο Λόχος Ημιονηγών καθυστερούσε να φτάσει και οι στρατιώτες κινδύνευαν και από την πείνα. Εκεί όμως που τα μηχανοκίνητα «κολλούσαν» ή και αχρηστεύονταν από το χιόνι, τη λάσπη και τα κακοτράχαλα εδάφη «μίλησε η ψυχή» της Ηπειρώτισσας που κουβαλούσε τρόφιμα και πολεμοφόδια στους θαρραλέους στρατιώτες μας. Για τις γυναίκες της Πίνδου, τις οποίες παρομοιάζει με τις Σουλιώτισσες, γράφει ο Χαράλαμπος Κατσιμήτρος.

«Τομεύς Αώου υπό τον Αντισυν/χην Φριζήν Μαρδοχαίσν εις Λάισταν είχε εντολήν να αποφράξη τας ορεινάς διαβάσεις των ορεινών όγκων Γκαμήλας. Διά τον ανεφοδιασμόν του Αποσπάσματος Φριζή νοτίως του Αώου διετέθησαν κλιμάκια εξ ιδιωτικών φορτηγών κτηνών, άτινα λίαν προθύμως παρέσχον οι κάτοικοι, χρησιμεύοντες και αυτοί ως ημιονηγοί. Αι δε γυναίκες της περιοχής Ζαγορίου και Πίνδου, πεφορτωμέναι με βαρύτατα κιβώτια πυρομαχικών, ανερριχήθησαν τας αποτόμους κλιτείς του ορεινού όγκου Γκαμήλας και Πάπιγκου κομίζουσαι πυρομαχικά εις τους μαχόμενους άνδρας μας. Αυταί είναι αι ηρωικαί γυναίκες της Πίνδου, αι οποίαι, όπως αι γενναίοι Σουλιώτισσαι, συνέδραμον εις τον αγώνα και προσέφερον πολυτίμους υπηρεσίας προς την Πατρίδα».
Γκαμήλα ή Τύμφη: ορεινό συγκρότημα του νομού Ιωαννίνων με υψόμετρο 2.497 μέτρα
Γλαφυρή και ρεαλιστική η περιγραφή της Μαρίνας Πετράκη:
«Μέρες και νύχτες ατελείωτης πορείας, φάλαγγες ολόκληρες γυναικών, «στρατός εν πορεία», ζαλωμένων (φορτωμένων, η λ. ζαλώνομαι σημαίνει φορτώνομαι), με πολεμοφόδια και τρόφιμα, δρασκελούν (δρασκελίζω κ’ δρασκελώ=υπερπηδώ) ποτάμια και φαράγγια και γκρεμούς. Σκαρφαλώνουν βουνά σαν τα αγρίμια, κοιτάζοντας μόνο μπροστά».

Μια ξεχωριστή περίπτωση Ηπειρώτισσας ήταν η Φρόσω Ιωαννίδου (1896-1986). Γεννήθηκε στο Τσεπέλοβο Ζαγορίου. Σε μικρή ηλικία παντρεύτηκε τον Ιωάννη Ιωαννίδη και εγκαταστάθηκε στα Γιάννενα. Ανέπτυξε από νωρίς μεγάλη κοινωνική δραστηριότητα. Το 1926 ήταν μέλος του Δ.Σ. του «Λυκείου Ελληνίδων», του Ορφανοτροφείου θηλέων και του Λυκείου «Ζωοδόχου Πηγή». Το 1940, μαζί με άλλες Γιαννιώτισσες οργάνωσε τη μεταφορά τραυματιών από το μέτωπο. Για τις γυναίκες της Πίνδου γράφει:
«Πού είναι οι γυναίκες; Ρωτάω. Οι γυναίκες, μου λέει ο ανθυπασπιστής Σιμιτζής κουβαλάνε πολεμοφόδια και τα ανεβάζουν στην Γκαμήλα και την Αστράκα. Πώς είναι δυνατόν, πώς μπορούν να ανέβουν γυναίκες φορτωμένες αυτά τα απάτητα βουνά που ανεβαίνουν μόνο τα ζαρκάδια; Ρωτώ. Τις δένουμε, μου απαντά, με χοντρές τριχιές από τη μέση και οι χωροφύλακες από την κορυφή τις τραβάνε. Κι αυτές, βαρυφορτωμένες, σκαρφαλώνουν σαν τα κατσίκια, πιασμένες πότε από τις πέτρες που προεξέχουν, πότε από τις ρίζες, γονατίζοντας και καμιά φορά από το βάρος, με κίνδυνο να γλιστρήσουν και να γκρεμοτσακιστούν στα βάραθρα που χαίνουν μπροστά τους. Ανεβαίνουν κατεβαίνουν αδιάκοπα και ρίχνουν και τίποτα κοτρόνια στον εχθρό κάτω πο’ χει φτάσει στα Τσερβαριώτικα Καλύβια. Μου πιάνετε η αναπνοή σαν τα ακούω όλα αυτά, σαλεύει ο νους μου.
Αστράκα: Κορυφή της Τύμφης, με υψόμετρο 2.436 μέτρα
Τσερβαριώτικα: Προφανώς εννοεί Καλύβια του χωριού Τσερβάρι, νυν Ελαφότοπος Ζαγορίου.
Αλλά και ο Ηπειρώτης λογοτέχνης Χρήστος Ζαλοκώστας, στο βιβλίο του «Πίνδος»: Η εποποιία στην Αλβανία» γράφει:
«Οι γυναίκες κουβάλησαν τα πυρομαχικά ως την κορυφή της Γκαμήλας. Σκυφτές, λυγισμένες στα δυο από το βάρος της κάσας των φισεκιών που τους βάραινε την πλάτη, ανέβαιναν με το ήσυχο, ακούραστο βήμα των ατσαλένιων τους ποδιών 18 σωστές ώρες κατά συνεχεία, ενώ πίσω ακολουθούσαν τα παιδιά τους, αυτά τα ελληνικά θηρία, φορτωμένα ταγάρια με γεμιστήρες πολυβόλων ή μια οβίδα του ορειβατικού. Στον γυρισμό κατέβαζαν τραυματίες, καμιά φορά και Ιταλούς, για τα νοσοκομεία. Στη Δόβρα δέθηκαν με τις τριχιές των ζώων που ανέβασαν τα κανόνια σε απόκρημνες θέσεις. Όπου βρέθηκαν χωριάτισσες κοντά στη μάχη, έπαιρναν μεγάλες πέτρες και τις έριχναν στους Ιταλούς. Οι χωρικοί έθρεψαν τον στρατό, κι επειδή ήταν φτωχοί και δεν τους περίσσευαν τρόφιμα, πείνασαν οι ίδιοι. Αν κανενός φαντάρου άνοιγε η αρβύλα, του έβγαζαν αμέσως και του έδιναν τα τσαρούχια τους, εξακολουθώντας τον δρόμο ξυπόλυτοι».

Δόβρα ή Δοβρά: το χωριό Ασπράγγελοι Ζαγορίου
Εκπληκτική είναι η ιστορία που αναφέρει η Φρόσω Ιωαννίδου:
«Μια μέρα πέρασε από την άκρη του χωριού μας μια γυναίκα μισόκαιρη (μεσόκοπη) που γύριζε από το μέτωπο της Πίνδου με ένα σαμάρι φορτωμένο στη ράχη της… είπε πως, καθώς πήγαινε με φορτίο στο μέτωπο, της γκρεμίστηκε κάπου το ζώο της (φοράδα).
Τότε φορτώθηκε δυο φορές το φόρτωμα της φοράδας της και το πήγε εκεί που έπρεπε, μια ώρα δρόμο, για να μην πάνε χαμένα αυτά που πήγαινε για τον Στρατό μας. Κατόπι γύρισε στην ψόφια φοράδα, φορτώθηκε το σαμάρι και γύρισε στο χωριό. Όταν κάποιος της είπε να μην στεναχωρηθεί για τη φοράδα γιατί θα πληρωθεί κάποτε, αυτή είπε με πατριωτική υπερηφάνεια: «Εγώ δεν χολιάζω (στενοχωριέμαι) που έχω δυο παιδιά στον πόλεμο και θα στεναχωρηθώ για την φοράδα; Ας πάνει γκορμπάνι (ας θυσιαστεί, πρόκειται μάλλον για ηπειρωτική απόδοση της λέξης κουρμπάνι < τουρκικό kurban). Και βιαστική (ξε)κίνησε για το χωριό της γιατί έλειπε τρεις μέρες».
Όπως είχαμε γράψει και στο blog της Παρασκευής 24/10 οι γυναίκες της Πίνδου έπαιξαν και τον ρόλο… του γεφυροποιού.
Έφτιαχναν χαλασμένα γεφύρια να περάσουν οι εφοδιοπομπές («στη γέφυρα του Κοκόρη, επειδή δεν πρόφταινε να την επισκευάσει γρήγορα το Μηχανικό μπήκαν οι γυναίκες ως το στήθος στο νερό και την τελείωσαν ανθημερόν») και γκρέμιζαν άλλα για να μην περάσει ο εχθρός.
«Προεψές κάηκεν επιτέλους η Γέφυρα Λάιστας, ένα γερό πέρασμα των Ιταλών. Ήταν βρεγμένη μούσκεμα και δεν έπαιρνε φωτιά. Ώσπου ένας Λαϊστιανός με 9 τενεκέδες πετρέλαιο που τους μάζεψαν εννέα γυναίκες και τους κουβάλησαν από διάφορα χωριά, βάζοντας και τα πουκάμισα τους μούσκεμα με πετρέλαιο προσάναμμα, την έκαψε στις μία τα μεσάνυχτα και, όταν το πρωί οι Ιταλοί, έτοιμοι να την διαβούν, την είδαν, λάκισαν τρομαγμένοι. (…) Στην Μπάγια και στα γύρω χωριά, στο Καπέσοβο και στη Λάιστα, έφταναν την ημέρα 50 με 60 φορτηγά και ξεφόρτωναν τρόφιμα και πολεμοφόδια που έπρεπε να μεταφερθούν 12 με 15 ώρες ποδαρόδρομο μέσα στις λάσπες και στα χιόνια μέχρι το Βρυσοχώρι και από κει όσο κρατούσε η μέρα, γιατί τη νύχτα τα μονοπάτια χάνονταν.
Ακούω για τις γυναίκες αυτές που ανέβαζαν τα πολυβόλα στην Γκαμήλα. Ένα βράδυ νυχτωθήκαν στη Δρακολίμνη με ένα κρύο φοβερό. Ήταν αδύνατο να προχωρήσουν με έναν αέρα που τις έπαιρνε σβάρνα. Ξεφορτώθηκαν, μαζεύτηκαν κουβάρι όλες μαζί, σκεπάστηκαν με κάτι τομάρια που βρήκαν εκεί και ξημέρωσαν κακήν κακώς, για να συνεχίσουν τον δρόμο τους φορτωμένες για την Γκαμήλα. Κρατώ τα ονόματά τους», αφηγείται με θαυμασμό η Φρόσω Ιωαννίδου.
Mπάγια: το χωριό Κήποι Ζαγορίου
Λαΐστα και Καπέσοβο: χωριά του Ζαγορίου
Δεν ήταν όμως μόνο οι σκληραγωγημένες Ηπειρώτισσες, αλλά και οι αρχόντισσες και οι κυράδες του Ζαγορίου, που μετέφεραν νυχθημερόν πυρομαχικά στον Γυφτόκαμπο και από εκεί στο Βρυσοχώρι. Ενδεικτική είναι η μαρτυρία του Γ. Βάτζιου.
«Μια κόρη επιστήμονας που είχε σπουδάσει στην Πόλη κουράστηκε, αλλά και το ζώο της δεν προχωρούσε. Ξεμοναχιάστηκε. Έδεσε τότε το σκοινί από το καπίστρι του μουλαριού στο χέρι της για να μην της φύγει μες το πυκνό σκοτάδι και τ’ αγιάζι που τρυπούσε τα κόκαλα. Ζώστηκε και αυτή με την τριχιά στο έλατο και περίμενε να ξημερώσει, με τα αστραπόβροντα και τα βογκητά των χαραδρών και των δασών. Τη βρήκαν το πρωί ξυλιασμένη και μισοαναίσθητη. Σώθηκε εκ θαύματος».

(Η μαρτυρία υπάρχει στο βιβλίο του Κ.Π. Λαζαρίδη «Το Ζαγόρι και η γυναίκα της Πίνδου).
Ο Τύπος αρχίζει σταδιακά να απονέμει τα εύσημα στις Ηπειρώτισσες. Μάλιστα, ο Παύλος Παλαιολόγος γράφει από το μέτωπο το πρώτο χρονογράφημα στο «Ελεύθερον Βήμα» για τις γυναίκες της Πίνδου.
«Καθυστερημένες φτάνουν οι εκθέσεις στη Γενική Διοίκηση της Ηπείρου για τη δράση των γυναικόπαιδων και των αμάχων κατά την περίοδο της εισβολής των Ιταλών στο ελληνικό έδαφος. (…) Δεν είναι έργο στο οποίον δεν επεδόθησαν. Στην αγκαλιά τους μετέφεραν τους τραυματίες οι γυναίκες (…) και δεν περιορίζονταν μόνο σε έργα ανθρωπισμού. Κατασκευάζουν δρόμους, γέφυρες, μεταφέρουν πολεμοφόδια, κινδυνεύουν μαζί με τους στρατιώτες (…) Έξω από το Τσεπέλοβο ο αξιωματικός πολεμούσε με άνδρες που είχαν μείνει νηστικοί τέσσερις μέρες. Πήρε το τηλέφωνο και ζητούσε επειγόντως άρβυλα και ψωμί. Τα σύρματα κομμένα. Ένας τηλεφωνητής του Τσεπέλοβου (…) ειδοποίησε τις γυναίκες (…) φορτώθηκαν στις πλάτες ό,τι είχαν και τράβηξαν για την κορυφή. (…)
Σας μετέφερα ακατάστατα, ατακτοποίητα, αχτένιστα, όπως βρήκα, τα στοιχεία των εκθέσεων. Τι χρειάζεται ο φραστικός διάκοσμος εκεί όπου μόνα τους βοούν τα πράγματα;»
Στο βιβλίο του Κ.Π. Λαζαρίδη «Το Ζαγόρι και η γυναίκα της Πίνδου», υπάρχει και η εξής μαρτυρία του Χρυσόστομου Σιουσόπουλου.
«Την 28η Οκτωβρίου κατά τις 9.30 φάνηκαν τα πρώτα μουλάρια αγκομαχώντας, φορτωμένα με κανόνια και με πυρομαχικά, στο χωριό Σουδενά. Ήταν αδύνατο να προχωρήσουν γιατί ο ανήφορος ήταν μεγάλος. Οι αξιωματικοί ξεφόρτωσαν και ζήτησαν βοήθεια από το χωριό. (…) Οι γυναίκες και οι κοπέλες φορτώθηκαν στις πλάτες τα κομμάτια πυροβόλων και κιβώτια με πυρομαχικά και τα μετέφεραν στη Λάιστα. Ένα φωτογραφικό συνεργείο της 8ης Μεραρχίας πήρε πολλές φωτογραφίες των γυναικών και κοριτσιών φορτωμένων. (…)
Αυτές οι φωτογραφίες προβάλλονται με τη λεζάντα πάντα «Οι γυναίκες της Πίνδου» και «Κάπου στο μέτωπο».
Σουδενά: Χωριό του νομού Ιωαννίνων στο Ζαγόρι, σήμερα Κάτω Πεδινά.
Σταδιακά ήρθε και η αναγνώριση για τις γυναίκες της Πίνδου, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και το εξωτερικό, ιδιαίτερα στη Μ. Βρετανία που δεινοπαθούσε εκείνη την εποχή από τους γερμανικούς βομβαρδισμούς.
«Στο θέατρο Monsignor του Πικαντίλλυ προβάλλονταν τα τελευταία ελληνικά Επίκαιρα, αλλά έπρεπε να περιμένει κανείς ουρά για να μπορέσει να μπει μέσα. (…) ιδιαίτερα συγκινητικό ήταν το φιλμ με τις γυναίκες της Ηπείρου να μεταφέρουν στις πλάτες τους πυρομαχικά και τρόφιμα στην πρώτη γραμμή. Συχνά οι θεατές ξεσπούσαν σε χειροκροτήματα φωνάζοντας Μπράβο και Ζήτω». Θα σημειώσει υπερήφανα ο διευθυντής του Ελληνικού Τμήματος του BCC στο Λονδίνο Γ. Αγγέλογλου.

Η δράση και η προσφορά τους αναγνωρίζονται και από το Γενικό Επιτελείο Στρατού σύμφωνα με έκθεσή του:
«Για την αντιμετώπιση των δυσχερειών του ανεφοδιασμού των μαχόμενων τμημάτων χρησιμοποιήθηκαν μεταξύ των άλλων και ομάδες από χωρικούς, γυναίκες και παιδιά, που προσέρχονταν αυθόρμητα και μετέφεραν τους φόρτους στους ώμους τους, κινούμενοι σε δύσβατα εδάφη, κάτω από πολύ δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Έτσι οι κάτοικοι της Πίνδου παρουσίασαν στους μαχητές ένα λαμπρό παράδειγμα πατριωτισμού και υψηλής αντιλήψεως του καθήκοντος».
(«Επίτομη ιστορία του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, 1940-1941, Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Αθήνα 1985).
Γιατί όμως καθυστέρησε τόσο πολύ να γίνει γνωστή στο πανελλήνιο η προσφορά των γυναικών της Πίνδου; Αυτό οφείλεται στο ότι το καθεστώς Μεταξά έδωσε την πρώτη άδεια σε δημοσιογράφο να μεταβεί στο μέτωπο στις 19 Νοεμβρίου, ενώ δηλαδή είχε αρχίσει η ελληνική αντεπίθεση και η απώθηση των Ιταλών. Πρώτος δημοσιογράφος που πήγε στο μέτωπο ήταν ο Θ. Μαλαβέτας του «Έθνους». Την ίδια μέρα (19/11) αναχώρησαν και ο Σπύρος Μελάς (γνωστός λογοτέχνης και Ακαδημαϊκός αργότερα) και ο Θ. Αμουτζόπουλος, συνεργάτες και οι δύο της «Καθημερινής». Στις 20/11 αναχώρησαν οι Π. Παλαιολόγος και Ν. Γιοκαρίνης του «Ελεύθερου Βήματος». Ως την κατάληψη της Κορυτσάς (22/11/1940), σχεδόν όλες οι εφημερίδες είχαν απεσταλμένους στην Ήπειρο.

Μάχη Ελληνίδων και Ιταλών!
Τέλος, καταγράφεται κι ένα περιστατικό συμπλοκής γυναικών με Ιταλούς στρατιώτες στις 20 Νοεμβρίου, στο χωριό Λίμνη(χωριό του Πωγωνίου του νομού Ιωαννίνων) της Ηπείρου. Μια ομάδα Ιταλών στρατιωτών είχαν μαζέψει καμιά δεκαριά νεαρές γυναίκες και τις πήγαιναν στο σχολείο του χωριού, όταν εμφανίστηκαν ξαφνικά Εύζωνοι. Οι Ιταλοί αιφνιδιάστηκαν τόσο από την παρουσία των Ευζώνων όσο και από την αντίδραση των γυναικών του χωριού, οι οποίες με ξύλα και τσεκούρια τους κυνήγησαν. Από τη συμπλοκή σκοτώθηκαν περίπου δέκα Ιταλοί και αιχμαλωτίστηκαν είκοσι πέντε.
Παραθέτουμε μια άψογη περιγραφή για τις γυναίκες της Πίνδου της Μαρίνας Πετράκη, από το βιβλίο «1940- Ο ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ»: «Οι γυναίκες αυτές, ανώνυμες οι περισσότερες, με τα ροζιασμένα χέρια, τις κυρτωμένες ράχες, που σκαρφάλωναν πέτρα πέτρα τα γιδόστρατα (στενά, δύσβατα, χωμάτινα, ορεινά μονοπάτια, από τα οποία περνούν μόνο γίδια) στα απάτητα βουνά με τη βροχή και το χιόνι κουβαλώντας τα βόλια, μετέφεραν τραυματίες και έθαβαν τους νεκρούς που ξέμεναν στο χιόνι, έκαναν το χρέος τους χωρίς προσδοκίες ανταμοιβής και αναγνώρισης: «Ε, ήμασταν εδώ και κρατούσαμεν άμυνα, τι άλλο;» δηλώνουν σεμνά χρόνια μετά»…
Ενδιαφέρουσες είναι και οι μαρτυρίες που υπάρχουν στο βιβλίο των : Χατζηπατέρα-Φαφαλιού, Μαρτυρίες 1940-1941, Αθήνα, Κέδρος, 1982). Παραθέτουμε μερικές.
Οι γυναίκες της Πίνδου
Όταν φύγαμε από τη Λάρισα για να πάμε στην Κοζάνη, στο Σαραντάπορο εκεί πέρα οι δρόμοι τότε ήτανε καλντερίμια και χωματόδρομοι, θυμάμαι εκεί επάνω πριν από τα Σέρβια ότι ήταν γυναίκες οι οποίες την δεύτερη ημέρα ακριβώς προς την τρίτη φτιάχνανε τον δρόμο, δηλαδή ρίχνανε πέτρες μες στις λάσπες. Από τότε, από την ίδια μέρα και βέβαια εν συνεχεία στην Ήπειρο εθαυμάσθησαν οι γυναίκες αυτές. Εθαυμάσθησαν πολύ γιατί μετέφεραν εκεί που δεν μπορούσε ούτε μουλάρι. Βάζανε στην πλάτη, μαθημένες αυτές, αυτές κουβαλούσαν νερό και ξύλα. Πήγαιναν στο ρουμάνι μια ώρες δυο, φορτωνόταν τα ξύλα στην πλάτη και τα μετέφεραν στα σπίτια τους μέσα στα χιόνια. Εκάνανε βέβαια μια προμήθεια από το καλοκαίρι για τον χειμώνα, κάνανε για ένα μήνα, από κει και ύστερα. Πηγαίνανε πλέον μέσα στα χιόνια…
(Προφορική μαρτυρία Τάκη Τράντα, στο: Χατζηπατέρα-Φαφαλιού, Μαρτυρίες 1940-1941, Αθήνα, Κέδρος, 1982, σ. 103.)
Γυναίκες που κουβαλούσαν πυρομαχικά.
7 Νοεμβρίου 1940. Σήμερα σκοτώθηκαν δύο παιδιά του 33ου Συντάγματος και αυτό μάνιασε περισσότερο τους στρατιώτες. Φωνάζαν εμπρός για τη Ρώμη. Ο θάνατος αυτός αντί να μας δειλιάσει μας έδωσε περισσότερα φτερά για να κυνηγήσουμε τους Ιταλούς. Συνάντησα γυναίκες που κουβαλούσαν πυρομαχικά. Μία ήτο 88 ετών. Μία μου είπε κλείδωσε το μικρό σε μια καλύβα για να βοηθήσει τον στρατό. Το βράδυ είδα μια γριούλα να κρατά δυο μικρά και η μητέρα τους ζύμωνε ψωμί για τον στρατό με το φως δυο κεριών που είχε μέσα σ’ ένα ποτήρι. Τα χιόνια, ο πάγος, το τρομερό κρύο, δεν φαίνονταν να τις τρόμαζε. Όλες γεμάτες χαρά ήθελαν να προσφέρουν στο στρατό ό,τι δεν μπορούσαν τα μεταγωγικά. Αλήθεια γυναίκες θαύμα. Τι διαφορά με τις πόλεις!
(Από το Ημερολόγιο Πολέμου του Αργύρη Μπαλατσού, στο: Χατζηπατέρα-Φαφαλιού, Μαρτυρίες 1940-1941, Αθήνα, Κέδρος, 1982, σ. 103)
Ζωντανό τείχος.
Οι νικηταί της Πίνδου προχωρούσαν. Καθώς έφτασαν στον ποταμό Βογιούσα κι είδαν οι ατρόμητες γυναίκες της Πίνδου πως το απότομο ρέμα εμπόδιζε τους σκαπανείς στη δουλειά τους, έκαναν αυθόρμητα κάτι, που ξανάγινε ύστερα στον Καλαμά και στο Δρίνο: μπήκαν οι ίδιες μέσα στα νερά και, πιασμένες σφικτά από τους ώμους, σχημάτισαν πρόσχωμα, που ανάκοβε την ορμή του ποταμού και ευκόλυνε τους γεφυροποιούς!
(Τάκης Ε. Παπαγιαννόπουλος, στο: Χατζηπατέρα-Φαφαλιού, Μαρτυρίες 1940-1941, Αθήνα, Κέδρος, 1982, σ. 104)

Βασική πηγή του άρθρου είναι το βιβλίο της Μαρίνας Πετράκη «1940- Ο ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ», Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ, 2014.
Οι ερμηνείες των λέξεων και οι πληροφορίες για τα τοπωνύμια έγιναν από τον υπογράφοντα το άρθρο, με πηγές το ΧΡΗΣΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ, της Ακαδημίας Αθηνών και το ΕΠΙΤΟΜΟ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ, των Μιχαήλ Σταματελάτου και Φωτεινής Βάμβα-Σταματελάτου, Εκδόσεις ΕΡΜΗΣ, 2006
Πηγή